- κληρονόμοι
- κληρονόμοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρόνομοι — κληρόνομος heir masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
наслѣдьникъ — НАСЛѢДЬНИК|Ъ (239), А с. Наследник (наследующий имущество или имеющий право наследования): ˫арославъ престависѧ.... и остави въ наслѣдьникы оц҃а своѥго. и приимьникы престола своѥго. с҃ны сво˫а. СкБГ XII, 20б; Тако же заповѣдано ѥсть. да аще къто … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
οψιγενής — ές (Α ὀψιγενής, ές) αυτός που γεννιέται όψιμα, καθυστερημένα νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε μετά τον θάνατο τού πατέρα του 2. αυτός που εκδηλώνεται παράκαιρα («οψιγενές ενδιαφέρον») 3. φρ. «οψιγενείς κληρονόμοι» κληρονόμοι που αναγνωρίζονται ως… … Dictionary of Greek
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Ροδόσταυροι — οι, Ν μέλη μιας παγκόσμιας αδελφότητας τα οποία πιστεύουν ότι είναι κάτοχοι και κληρονόμοι τής αρχαίας εσωτερικής απόκρυφης σοφίας … Dictionary of Greek
αγχιστεύς — ἀγχιστεύς ( έως), ο (Α) [ἄγχιστος] συνήθως στον πληθ. οἱ ἀγχιστεῑς 1. οι εξ αίματος πλησιέστατοι συγγενείς 2. παραπλήσιοι, συγγενικοί 3. νόμιμοι κληρονόμοι … Dictionary of Greek
απόγονος — ο (AM ἀπόγονος, ον) [γόνος] αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον νεοελλ. οι απόγονοι 1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι 2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek